- διοχετεία
- διοχετ-εία, ἡ, in pl.,A irrigation-works, Str.10.2.19.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
διοχετεία — διοχετεία, η (Α) [διοχετεύω] το υδραγωγείο … Dictionary of Greek
διοχετείαις — διοχετεία irrigation works fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)